εύρητος

εύρητος
εὔρητος, -ον (Α)
αυτός που λέγεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρητός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐρήτους — εὔρητος easy to tell masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔρητοι — εὔρητος easy to tell masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οιχαλία — I Ονομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Ευρυτανίας, χτισμένη στον άνω ρου του Καμπύλου ποταμού, τον σημερινό Μέγδοβα, και στους πρόποδες του Τυμφρηστού. 2. Πόλη στην Τραχινία. 3. Πόλη της Μεσσηνίας, που ιδρύθηκε από τον Μελανέα, γιο του… …   Dictionary of Greek

  • ЕВРЕТ — [греч. Εὐρήτος], мч. упоминание о нем сохранилось только в Житии прп. Феодора Сикеота (кон. VI 1 я пол. VII в.; BHG, N 1748), где говорится, что в юности Феодор посещал церковь в Иополе (Илиополе (?), М. Азия), в к рой совершалась память Е. Ист …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”